ιωδιούχος

ιωδιούχος
-ο
(για χημικές ενώσεις ή φάρμακα) αυτός που περιέχει ιώδιο, όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει μια ένωση τού ιωδίου με ένα άλλο χημικό στοιχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. iodide < iod- (< γαλλ. iode «ιώδιο») + -ide. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυλ. Οικονομίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιωδιούχος — α, ο αυτός που περιέχει ιώδιο: Ιωδιούχο φάρμακο. – Ιωδιούχο κάλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοσφαιρίνη — η (βιοχ.) ιωδιούχος πρωτεΐνη που απαντά στα θυρεοειδή θυλάκια και αποτελεί την αποθηκευτική μορφή τού θυρεοειδικού ιωδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thyreoglobuline < thyreo (πρβλ. θυρεο ειδής) + globul ine …   Dictionary of Greek

  • τρισιωδιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν (χημ) (για ένωση) αυτός που περιέχει στο μόριο του τρία άτομα ιωδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + ιωδιούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] …   Dictionary of Greek

  • υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”